bn:00060881n
Noun Concept
EL
μετάβαση  μετάβασης  πέρασμα
EL
Το πέρασμα από ένα θέμα στο άλλο, από τη μία φάση στην άλλη κ .λπ. Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το πέρασμα από ένα θέμα στο άλλο, από τη μία φάση στην άλλη κ .λπ. Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations