bn:00061218n
Noun Concept
Categories: Δρυοκολαπτίδες
EL
δρυοκολάπτης  τρυποκάρυδος  peckerwood  picidae  δρυοκολάπτες
EL
Πτηνό με ισχυρό ράμφος, μεγάλη γλώσσα και πόδια κατάλληλα για αναρρίχηση, το οποίο τρέφεται με έντομα που βρίσκει σκαλίζοντας το φλοιό των δέντρων Greek Open Multilingual WordNet
English:
bird
Definitions
Relations
Sources
EL
Πτηνό με ισχυρό ράμφος, μεγάλη γλώσσα και πόδια κατάλληλα για αναρρίχηση, το οποίο τρέφεται με έντομα που βρίσκει σκαλίζοντας το φλοιό των δέντρων Greek Open Multilingual WordNet
Ο δρυοκολάπτης, γνωστός στην Ελλάδα με την ονομασία τρυποκάρυδος είναι πτηνό αναρριχητικό της οικογένειας των δρυοκολαπτών που αριθμεί περισσότερα από 200 είδη, τα οποία ζουν σε δασώδεις περιοχές σχεδόν όλου του κόσμου, εκτός από τη Μαδαγασκάρη και την Αυστραλία. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations