bn:00061346n
Noun Concept
Categories: Κλασική μηχανική
EL
εκκρεμές  απλό εκκρεμές  μαθηματικό εκκρεμές  φυσικό εκκρεμές
EL
(φυσ.) για στερεό σώμα που κρέμεται από σταθερό σημείο έτσι ώστε, όταν τίθεται σε κίνηση, να εκτελεί συνεχείς και αρμονικές ταλαντώσεις στο χώρο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(φυσ.) για στερεό σώμα που κρέμεται από σταθερό σημείο έτσι ώστε, όταν τίθεται σε κίνηση, να εκτελεί συνεχείς και αρμονικές ταλαντώσεις στο χώρο Greek Open Multilingual WordNet
Εκκρεμές ονομάζεται ένα στερεό σώμα μέσα σε βαρυτικό πεδίο, το οποίο μπορεί να περιστρέφεται γύρω από οριζόντιο άξονα που δεν περνάει από το κέντρο βάρους του. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations