bn:00061482n
Noun Concept
Categories: Ένζυμα, Βιοχημεία
EL
πεψίνη  Πεψινογόνο
EL
Ένζυμο του γαστρικού υγρού που συμβάλλει στην πέψη των πρωτεϊνών των τροφών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ένζυμο του γαστρικού υγρού που συμβάλλει στην πέψη των πρωτεϊνών των τροφών Greek Open Multilingual WordNet
Η πεψίνη,, είναι ένα ένζυμο που εκκρίνεται σε αδρανή μορφή γνωστή ως πεψινογόνο από κύρια ή πεπτικά κύτταρα των γαστρικών βοθρίων του στομάχου των σπονδυλωτών. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations