bn:00062694n
Noun Concept
Categories: Τρόφιμα ευκολίας, Ποπ κουλτούρα, Πίτσα, Ιταλική κουζίνα, Μεσογειακή κουζίνα
EL
πίτσα  Pizza  κατεψυγμένη πίτσα  πίτα πίτσα  πίτσες
EL
Πλατιά και λεπτή ζύμη ψωμιού, πάνω στην οποία απλώνονται τυρί, ζαμπόν, μπέικον, ντομάτες, μανιτάρια κ.λπ. και η οποία ψήνεται σε φούρνο, ωσότου τα υλικά αυτά λειώσουν μαζί και γίνουν ένα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Πλατιά και λεπτή ζύμη ψωμιού, πάνω στην οποία απλώνονται τυρί, ζαμπόν, μπέικον, ντομάτες, μανιτάρια κ.λπ. και η οποία ψήνεται σε φούρνο, ωσότου τα υλικά αυτά λειώσουν μαζί και γίνουν ένα Greek Open Multilingual WordNet
Η πίτσα είναι πιάτο ιταλικής προέλευσης, το οποίο αποτελείται από μια συνήθως στρογγυλή, επίπεδη βάση ζύμης με βάση το σιτάρι με προζύμι, με τομάτες, τυρί και συχνά διάφορα άλλα υλικά, η οποία στη συνέχεια ψήνεται σε υψηλή θερμοκρασία, παραδοσιακά σε ξυλόφουρνο. Wikipedia
BabelNet
EL
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations