bn:00062704n
Noun Concept
EL
θέση
EL
Ο συγκεκριμένος χώρος που καταλαμβάνει ένα αντικείμενο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο συγκεκριμένος χώρος που καταλαμβάνει ένα αντικείμενο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations