bn:00062958n
Noun Concept
EL
τράπουλα  κάρτα  τραπουλόχαρτο  Παιγνιόχαρτα  παιγνιόχαρτο
EL
Τα φύλλα που χρησιμοποιούνται σε παιχνίδια που παίζονται με κάρτες Greek Open Multilingual WordNet
English:
gaming
Definitions
Relations
Sources
EL
Τα φύλλα που χρησιμοποιούνται σε παιχνίδια που παίζονται με κάρτες Greek Open Multilingual WordNet
Η λέξη «τράπουλα», που σημαίνει τη «δεσμίδα των παιγνιοχάρτων», προέρχεται από την ιταλική λέξη «trappola», που σημαίνει «παγίδα» και «δόλος». Wikipedia
Γερό χαρτί που χρησιμοποιείται ως μέρος μιας συλλογής χαρτιών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να παιχτούν παιχνίδια με διάφορους κανόνες Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations