bn:00063072n
Noun Concept
EL
δαμάσκηνο  δαμασκηνιά  δαμάσκηνα  δαμάσκηνο δέντρο
EL
(βοτανική) το φυλλοβόλο, οπωροφόρο δέντρο με ζωηρή βλάστηση και ύψος 6-10 μέτρων, που καλλιεργείται για τον εδώδιμο καρπό του, το δαμάσκηνο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(βοτανική) το φυλλοβόλο, οπωροφόρο δέντρο με ζωηρή βλάστηση και ύψος 6-10 μέτρων, που καλλιεργείται για τον εδώδιμο καρπό του, το δαμάσκηνο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations