bn:00063111n
Noun Concept
EL
σχετική πλειοψηφία
EL
Ο αριθμός (ή το ποσοστό) των ψηφοφόρων ή των ψήφων, ο σχετικά μεγαλύτερος από τον αριθμό των ψήφων άλλων ομάδων ψηφοφόρων, που έλαβαν μέρος σε μια διαδικασία ψηφοφορίας χωρίς όμως να φτάνει το μισό συν ένα του συνόλου αυτών που ψήφισαν Greek Open Multilingual WordNet
English:
voting
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο αριθμός (ή το ποσοστό) των ψηφοφόρων ή των ψήφων, ο σχετικά μεγαλύτερος από τον αριθμό των ψήφων άλλων ομάδων ψηφοφόρων, που έλαβαν μέρος σε μια διαδικασία ψηφοφορίας χωρίς όμως να φτάνει το μισό συν ένα του συνόλου αυτών που ψήφισαν Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations