bn:00063256n
Noun Concept
Categories: Εξοπλισμός εκτέλεσης, Τοξικολογία, Δηλητήρια, Φυσικοί κίνδυνοι
EL
δηλητήριο  φαρμάκι  τοξική ουσία  δηλητήρια  δηλητηριώδη
EL
Κάθε ουσία που προξενεί φθορά, βλάβη στον οργανισμό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε ουσία που προξενεί φθορά, βλάβη στον οργανισμό Greek Open Multilingual WordNet
Δηλητήριο ονομάζεται οποιαδήποτε ουσία, φυσικής προέλευσης ή τεχνητά παρασκευασμένη, που μετά την εισαγωγή της σε ζωντανό οργανισμό μπορεί να ασκήσει βλαπτική ή και θανατηφόρο επίδραση. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Redirections