bn:00063320n
Noun Concept
EL
αστυνομία  τμήμα  αστυνομικό τμήμα
EL
Η κρατική υπηρεσία που μεριμνά για την προστασία και ασφάλεια των πολιτών, την εξασφάλιση της δημόσιας τάξης και γενικότερα την εφαρμογή των νόμων που θεσπίζει η πολιτεία, την καταπολέμηση του εγκλήματος και ενίοτε την αντιμετώπιση εκτάκτων περιστατικών, αστυνομικό τμήμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η κρατική υπηρεσία που μεριμνά για την προστασία και ασφάλεια των πολιτών, την εξασφάλιση της δημόσιας τάξης και γενικότερα την εφαρμογή των νόμων που θεσπίζει η πολιτεία, την καταπολέμηση του εγκλήματος και ενίοτε την αντιμετώπιση εκτάκτων περιστατικών, αστυνομικό τμήμα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations