bn:00063572n
Noun Concept
EL
λεύκα  λεύκα δέντρο  λεύκες
EL
Δέντρο ψηλό, υδρόφιλο, με ευθύ, λείο και λευκό κορμό, που χρησιμοποιείται για καλλωπισμό και για την ξυλεία του Greek Open Multilingual WordNet
English:
tree
botany
Definitions
Relations
Sources
EL
Δέντρο ψηλό, υδρόφιλο, με ευθύ, λείο και λευκό κορμό, που χρησιμοποιείται για καλλωπισμό και για την ξυλεία του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations