bn:00063640n
Noun Concept
Categories: Λιμένες
EL
λιμάνι  λιμένας  αλιευτικό λιμάνι  ζεστό νερό λιμάνι  λιμάνι βαθέων υδάτων
EL
Σημείο από το οποίο άνθρωποι και εμπορεύματα μπορούν να εισέρχονται ή να εξέρχονται από τη χώρα (αερολιμένας ή λιμάνι) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Σημείο από το οποίο άνθρωποι και εμπορεύματα μπορούν να εισέρχονται ή να εξέρχονται από τη χώρα (αερολιμένας ή λιμάνι) Greek Open Multilingual WordNet
Γενικά με τον όρο λιμένας νοείται ο ασφαλής εκείνος όρμος στον οποίο μπορούν να προσεγγίζουν με ασφάλεια τα πλοία προκειμένου να προβούν σε εμπορικές πράξεις. Wikipedia