bn:00042918n
Noun Concept
EL
λιμάνι  λιμένας  λιμάνια  φυσικό λιμάνι
EL
Περιοχή στην οποία τα πλοία μπορούν να φορτώνουν ή να ξεφορτώνουν τα φορτία τους Greek Open Multilingual WordNet
English:
tanker
Haven
Definitions
Relations
Sources