bn:00063739n
Noun Concept
EL
πιθανότητα  possibleness  δυνατότητα
EL
Η ιδιότητα του πιθανού, το ενδεχόμενο, η δυνατότητα να συμβεί, να υπάρξει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ιδιότητα του πιθανού, το ενδεχόμενο, η δυνατότητα να συμβεί, να υπάρξει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations