bn:00063743n
Noun Concept
EL
θέση  ιδιότητα
EL
Η ιδιαίτερη θέση που έχει κανείς (αξίωμα, επάγγελμα, τίτλος, καθήκον που του έχει ανατεθεί) και τον χαρακτηρίζει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ιδιαίτερη θέση που έχει κανείς (αξίωμα, επάγγελμα, τίτλος, καθήκον που του έχει ανατεθεί) και τον χαρακτηρίζει Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary