bn:00063990n
Noun Concept
EL
άσκηση  εξάσκηση  πρακτική
EL
Συστηματική, επαγγελματική κυρίως απασχόληση με κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Συστηματική, επαγγελματική κυρίως απασχόληση με κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet