bn:00087109v
Verb Concept
EL
κάνω
EL
Εξασκώ περιστασιακά συγκεκριμένο επάγγελμα, συγκεκριμένη δουλειά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Εξασκώ περιστασιακά συγκεκριμένο επάγγελμα, συγκεκριμένη δουλειά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet