bn:00064173n
Noun Concept
EL
υπεροχή
EL
Το να υπερτερεί (κάποιο, κάτι) σε αριθμό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το να υπερτερεί (κάποιο, κάτι) σε αριθμό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet