bn:00064204n
Noun Concept
EL
παρουσία
EL
Το να βρίσκεται κάποιος σε ένα μέρος μια δεδομένη στιγμή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το να βρίσκεται κάποιος σε ένα μέρος μια δεδομένη στιγμή Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary