bn:00064912n
Noun Concept
EL
προμηθευτής
EL
Κάποιος που η δουλειά του είναι να προμηθεύει (αγαθά/υπηρεσίες) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάποιος που η δουλειά του είναι να προμηθεύει (αγαθά/υπηρεσίες) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations