bn:00088643v
Verb Concept
EL
προμηθεύω
EL
Παρέχω, χορηγώ κάτι σε κάποιον, εφοδιάζω με τα αναγκαία, τροφοδοτώ κάποιον με κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links