bn:00065159n
Noun Concept
EL
έλξη
EL
Η ιδιότητα των υλικών σωμάτων να ασκούν δυνάμεις που προκαλούν την προσέγγισή τους ,καθώς και η δύναμη που προκαλεί αυτή την προσέγγιση Greek Open Multilingual WordNet
English:
physics
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ιδιότητα των υλικών σωμάτων να ασκούν δυνάμεις που προκαλούν την προσέγγισή τους ,καθώς και η δύναμη που προκαλεί αυτή την προσέγγιση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet