bn:00065920n
Noun Concept
Categories: Τηλεσκόπια, Αστρονομικά όργανα, Ραδιοαστρονομία, Ραδιοτηλεσκόπια
EL
ραδιοτηλεσκόπιο  ραδιοτηλεσκόπια  ραδιόφωνο ανακλαστήρα
EL
Αστρονομικό όργανο που αποτελείται από μία κεραία παραβολικού ή διπολικού σχήματος και ειδικό δέκτη για την ανίχνευση ραδιοκυμάτων που εκπέμπονται από πλανήτες και άλλες πηγές στο διάστημα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αστρονομικό όργανο που αποτελείται από μία κεραία παραβολικού ή διπολικού σχήματος και ειδικό δέκτη για την ανίχνευση ραδιοκυμάτων που εκπέμπονται από πλανήτες και άλλες πηγές στο διάστημα Greek Open Multilingual WordNet
Το ραδιοτηλεσκόπιο είναι ειδικό όργανο, δέκτης ραδιοκυμάτων, σε μορφή κατευθυντικής ραδιοφωνικής κεραίας που χρησιμοποιείται στη Ραδιοαστρονομία, αλλά και στην παρακολούθηση τεχνητών δορυφόρων ή διαστημικών σκαφών και στη συλλογή των δεδομένων που μεταδίδουν στη Γη. Wikipedia