bn:00066024n
Noun Concept
EL
άνθρωπος σιδηροδρόμου  σιδηροδρομική άνθρωπος  σιδηροδρομικός υπάλληλος  σιδηροδρόμου  του σιδηροδρομικού
EN
An employee of a railroad WordNet 3.0
Relations
Sources