bn:00066051n
Noun Concept
EL
αδιάβροχο
EL
Είδος πανωφοριού από αδιαβροχοποιημένο ύφασμα ή από άλλο αδιάβροχο υλικό, που προστατεύει από τη βροχή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Είδος πανωφοριού από αδιαβροχοποιημένο ύφασμα ή από άλλο αδιάβροχο υλικό, που προστατεύει από τη βροχή Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations