bn:00109410a
Adjective Concept
EL
αδιάβροχος
EL
Αυτός που δεν επιτρέπει το πέρασμα της βροχής Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που δεν επιτρέπει το πέρασμα της βροχής Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet