bn:00066063n
Noun Concept
Categories: Αποξηραμένα φρούτα
EL
σταφίδα  σταφίδες  σταφιδοκαλλιέργεια
EL
Η ρώγα ορισμένων ποικιλιών σταφυλιού, η οποία ύστερα από ειδική επεξεργασία χρησιμοποιείται ως ξηρός καρπός Greek Open Multilingual WordNet
English:
botany and cooking
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ρώγα ορισμένων ποικιλιών σταφυλιού, η οποία ύστερα από ειδική επεξεργασία χρησιμοποιείται ως ξηρός καρπός Greek Open Multilingual WordNet
Σταφίδα είναι το αποξηραμένο σταφύλι. Wikipedia
Αποξηραμένο σταφύλι Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations