bn:00066210n
Noun Concept
EL
βατόμουρο  σμέουρο
EL
Κόκκινα ή μαύρα εδώδιμα συναθροιστικά μούρα, συνήθως μικρότερα από τα συγγενικά τους βατόμουρα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources