bn:00066329n
Noun Concept
Categories: Κλιματική αλλαγή, Περιβάλλον, Δάση
EL
αναδάσωση  αναδάσωσης
EL
Η διαδικασία της τεχνητής δημιουργίας δάσους σε περιοχή όπου το φυσικό περιβάλλον είχε καεί, με φύτευση δενδρυλλίων που παράγονται σε φυτώρια ή με σπορά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η διαδικασία της τεχνητής δημιουργίας δάσους σε περιοχή όπου το φυσικό περιβάλλον είχε καεί, με φύτευση δενδρυλλίων που παράγονται σε φυτώρια ή με σπορά Greek Open Multilingual WordNet
Η αναδάσωση είναι η φυσική ή εκ προθέσεως ανασύσταση των υπαρχόντων δασών και δασικών εκτάσεων που έχουν εξαντληθεί, συνήθως μέσω της αποψίλωσης των δασών, αλλά και μετά από καύση. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations