bn:00066598n
Noun Concept
EL
ανάκτηση  επανεύρεση
EL
Η ενέργεια του ανακτώ κάτι που κάποτε το κατείχα και είχε χαθεί ή μου είχε αφαιρεθεί Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια του ανακτώ κάτι που κάποτε το κατείχα και είχε χαθεί ή μου είχε αφαιρεθεί Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary