bn:00067192n
Noun Concept
EL
αντιπροσώπευση
EL
Το να αντιπροσωπεύει κάποιος κάποιον άλλο, να ενεργεί ως αντιπρόσωπός του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το να αντιπροσωπεύει κάποιος κάποιον άλλο, να ενεργεί ως αντιπρόσωπός του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet