bn:00067295n
Noun Concept
EL
αλλαγή  δεύτερη λώρο  υποκατάστατο
EL
(συνεκδ.) ο αναπληρωματικός παίκτης που μπαίνει στον αγώνα Greek Open Multilingual WordNet
English:
sport
Definitions
Relations
Sources
EL
(συνεκδ.) ο αναπληρωματικός παίκτης που μπαίνει στον αγώνα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations