bn:00068536n
Noun Concept
EL
μηρυκαστικά  μηρυκαστικό  μηρυκαστικών
EL
Κάθε οπληφόρο θηλαστικό το στομάχι του οποίου χωρίζεται σε θαλάμους, στο πρώτο απο τους οποίους, τη μεγάλη κοιλιά, αποθηκεύεται προσωρινά η τροφή, για να επανέλθει ως πολτός στο στόμα και να αναμασηθεί Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε οπληφόρο θηλαστικό το στομάχι του οποίου χωρίζεται σε θαλάμους, στο πρώτο απο τους οποίους, τη μεγάλη κοιλιά, αποθηκεύεται προσωρινά η τροφή, για να επανέλθει ως πολτός στο στόμα και να αναμασηθεί Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations