bn:00068849n
Noun Concept
Categories: Ιστιοφόρα
EL
ιστιοφόρο  ιστιοφόρα
EL
Θαλάσσιο σκάφος που κινείται αποκλειστικά με τη δύναμη του ανέμου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Θαλάσσιο σκάφος που κινείται αποκλειστικά με τη δύναμη του ανέμου Greek Open Multilingual WordNet
Ως Ιστιοφόρο χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε σκάφος ή πλωτό ναυπήγημα που αποκλειστικό μέσο πρόωσής του έχει την αιολική ενέργεια επί των ιστίων του τα οποία και φέρει, εξ ου και η ονομασία του. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations