bn:00068899n
Noun Concept
Categories: Σαλάτες, Εκφράσεις
EL
σαλάτα  σάλτσες για σαλάτες  σαλάτες
EL
Αναμιγμένα φαγητά σε ένα πιάτο, συνήθως λαχανικά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αναμιγμένα φαγητά σε ένα πιάτο, συνήθως λαχανικά Greek Open Multilingual WordNet
Η σαλάτα είναι έδεσμα ορεκτικό ή συμπληρωματικό του κυρίως φαγητού, που αποτελείται από ετερογενή υλικά, όπως ωμά ή βρασμένα λαχανικά, ζυμαρικά, κομμάτια κρέατος, τόνου κ.λπ. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations