bn:00068991n
Noun Concept
Categories: Άλατα, Χημικές ενώσεις
EL
άλας  άλατα  αλάτι  ένυδρο άλας  άλας καλίου
EL
(χημ.) κατηγορία χημικών ενώσεων που έχουν εξωτερικές ομοιότητες (διαλυτότητα, γεύση) με το αλάτι (χλωριούχο νάτριο) και αποτελούν μία από τις βασικές κατηγορίες των ενώσεων της ανόργανης χημείας Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
χημεία
Definitions
Relations
Sources
EL
(χημ.) κατηγορία χημικών ενώσεων που έχουν εξωτερικές ομοιότητες (διαλυτότητα, γεύση) με το αλάτι (χλωριούχο νάτριο) και αποτελούν μία από τις βασικές κατηγορίες των ενώσεων της ανόργανης χημείας Greek Open Multilingual WordNet
Άλας ονομάζεται κάθε χημική ένωση που αποτελείται από ιόντα και προκύπτει από την αντίδραση ενός οξέος με μία βάση. Wikipedia
χημική ένωση που προκύπτει από την αντίδραση ενός οξέος με μία βάση Wikidata
Το προϊόν της χημικής αντίδρασης κατά την οποία ένα μέταλλο μετακινεί το υδρογόνο ενός οξέος. OmegaWiki
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikidata Alias
WordNet Translations