bn:00069413n
Noun Concept
EL
πριονίδι  ροκανίδι  πριονίδια
EL
Λεπτά κομμάτια ξύλου που παράγονται από το κόψιμο του με πριόνι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Λεπτά κομμάτια ξύλου που παράγονται από το κόψιμο του με πριόνι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations