bn:00063966n
Noun Concept
EL
πριόνι  είδε λεπίδα  πριόνι δύναμης  πριόνια  πριόνισμα
EL
Εργαλείο που χρησιμοποιείται για την κοπή ξύλων και λειτουργεί με κινητήρα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Εργαλείο που χρησιμοποιείται για την κοπή ξύλων και λειτουργεί με κινητήρα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki
WordNet Translations