bn:00070188n
Noun Concept
EL
έκκριση  εκκρίνεται  εκκρίνουν  εκκρίσεις
EL
Η ουσία η οποία εκκρίνεται· τα εκκρίματα ορισμένου οργάνου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ουσία η οποία εκκρίνεται· τα εκκρίματα ορισμένου οργάνου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary