bn:00030765n
Noun Concept
Categories: Ορμόνες, Φαρμακευτική
EL
ορμόνη  ορμόνες  εσωτερική έκκριση  ορμόνης  συνθετικών ορμονών
EL
Ουσία που παράγεται από ενδοκρινή αδένα ή από ειδικό νευρικό κύτταρο τού οργανισμού και η οποία εκκρίνεται σε πολύ μικρές ποσότητες στην κυκλοφορία του αίματος ή διαχέεται μέσω των κυτταρικών μεμβρανών ρυθμίζοντας τις φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισμού (λ .χ. τον μεταβολισμό ή την ανάπτυξη). Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ουσία που παράγεται από ενδοκρινή αδένα ή από ειδικό νευρικό κύτταρο τού οργανισμού και η οποία εκκρίνεται σε πολύ μικρές ποσότητες στην κυκλοφορία του αίματος ή διαχέεται μέσω των κυτταρικών μεμβρανών ρυθμίζοντας τις φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισμού (λ .χ. τον μεταβολισμό ή την ανάπτυξη). Greek Open Multilingual WordNet
Η Ορμόνη είναι χημική ουσία που παράγεται στον οργανισμό, κυκλοφορεί στο αίμα και έχει ειδική ρυθμιστική δράση στη δραστηριότητα συγκεκριμένων κυττάρων ή οργάνων του σώματος. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias