bn:00070230n
Noun Concept
EL
φρουρός ασφαλείας  φύλακας  φύλακας ασφαλείας  φύλακα  αξιωματικός ασφαλείας
EL
Αυτός που βρίσκεται στην υπηρεσία άλλου, το έμπιστο και οικείο πρόσωπο, το πρόσωπο που πληρώνεται για να προστατεύει κάποιον Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που βρίσκεται στην υπηρεσία άλλου, το έμπιστο και οικείο πρόσωπο, το πρόσωπο που πληρώνεται για να προστατεύει κάποιον Greek Open Multilingual WordNet