bn:00070302n
Noun Concept
Categories: Σεισμολογία, Όργανα μέτρησης, Κινεζικές εφευρέσεις
EL
σεισμογράφος  σεισμόμετρο  σεισμογράφους  σεισμόμετρα
EL
Όργανο μετρήσεως με το οποίο καταγράφονται τα μεγέθη μιας σεισμικής δόνησης (η ένταση, η διάρκεια, το εύρος κ.τ.λ.) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Όργανο μετρήσεως με το οποίο καταγράφονται τα μεγέθη μιας σεισμικής δόνησης (η ένταση, η διάρκεια, το εύρος κ.τ.λ.) Greek Open Multilingual WordNet
Ο σεισμογράφος είναι ειδική συσκευή μέτρησης, η οποία χρησιμοποιείται στην σεισμολογία για τον εντοπισμό και την καταγραφή όλων των τύπων των σεισμικών κυμάτων. Wikipedia
ειδική συσκευή μέτρησης, η οποία χρησιμοποιείται στην σεισμολογία για τον εντοπισμό και την καταγραφή όλων των τύπων των σεισμικών κυμάτων Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations