bn:00070344n
Noun Concept
EL
αυτοπειθαρχία  αυτο-πειθαρχία
EL
Η πειθαρχία που επιβάλλει κάποιος στον εαυτό του, με δική του θέληση και όχι από κάποια εξωτερική ανάγκη ή πίεση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η πειθαρχία που επιβάλλει κάποιος στον εαυτό του, με δική του θέληση και όχι από κάποια εξωτερική ανάγκη ή πίεση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations