bn:00070538n
Noun Concept
Categories: Μορφολογία φυτών, Άνθη
EL
σέπαλο  σέπαλα  φύλλο κάλυκος άνθου
EL
Καθένα από τα φύλλα που σχηματίζουν τον κάλυκα του άνθους Greek Open Multilingual WordNet
English:
botany
Definitions
Relations
Sources
EL
Καθένα από τα φύλλα που σχηματίζουν τον κάλυκα του άνθους Greek Open Multilingual WordNet
Το σέπαλο είναι μέρος του άνθους των αγγειόσπερμων φυτών. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
WordNet Translations
Wikipedia Translations