bn:00070927n
Noun Concept
EL
ακόνι  ξύστρα
EL
Η σκληρή και λεία πέτρα, φυσική ή τεχνητή, που χρησιμοποιείται για το τρόχισμα κοπτικών εργαλείων τα οποία έχουν φθαρεί από τη χρήση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η σκληρή και λεία πέτρα, φυσική ή τεχνητή, που χρησιμοποιείται για το τρόχισμα κοπτικών εργαλείων τα οποία έχουν φθαρεί από τη χρήση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations