bn:00093578v
Verb Concept
EL
ακονίζω
EL
Κάνω κάτι πιο κοφτερό, συνήθως μαχαίρια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω κάτι πιο κοφτερό, συνήθως μαχαίρια Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet