bn:00070937n
Noun Concept
Categories: Ανθρώπινη τριχοφυΐα, Κοσμητική
EL
ξύρισμα  καθαρό-ξυρισμένος
EL
Το να αφαιρείς τρίχες με ξυράφι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το να αφαιρείς τρίχες με ξυράφι Greek Open Multilingual WordNet
Το ξύρισμα είναι ο μείωσης του μήκους τριχών. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations