bn:00066322n
Noun Concept
EL
ξυράφι  λάμα  ξουράφι  ξυράφια  ξυραφάκι
EL
Μικρή, μακρόστενη και λεπτή μεταλλική πλάκα, πολύ κοφτερή από τη μια της πλευρά, η οποία χρησιμεύει στο ξύρισμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μικρή, μακρόστενη και λεπτή μεταλλική πλάκα, πολύ κοφτερή από τη μια της πλευρά, η οποία χρησιμεύει στο ξύρισμα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations