bn:00071019n
Noun Concept
EL
καταφύγιο  κέντρο περίθαλψης  κατάλυμα  κλωβός  υπόστεγο
EL
Ο τόπος ή χώρος στον οποίο καταφεύγει κανείς για να προφυλαχθεί από κινδύνους, να προστατευτεί από δυσμενείς συνθήκες, να κρυφτεί από διώκτες Greek Open Multilingual WordNet
English:
building
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο τόπος ή χώρος στον οποίο καταφεύγει κανείς για να προφυλαχθεί από κινδύνους, να προστατευτεί από δυσμενείς συνθήκες, να κρυφτεί από διώκτες Greek Open Multilingual WordNet